- ξεφτίδι
- τοβλ. ξέφτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέφτι — και ξεφτίδι, το κλωστή, νήμα που κρέμεται από την άκρη φθαρμένου υφάσματος, ή ξεφτισμένο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτώ (πρβλ. κολυμπώ: κολύμπι)] … Dictionary of Greek
ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… … Dictionary of Greek
τιφτίκι — το, Ν 1. είδος μαλλιού 2. (διαλ. τ.) ξεφτίδι … Dictionary of Greek
ξέφτι — ξέφτι, το και ξέφτιο, το ιού, νήμα, κλωστή που κρέμεται από φθαρμένο ύφασμα, ρούχο, αλλ. ξεφτίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)